Η Μάντρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς

 

 

Στις 4 Δεκέμβρη 2014 η ομάδα μας επισκέφτηκε το Μνημείο Αντίστασης στη Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς. Ήταν ο τρίτος σταθμός στο ταξίδι που κάνουμε στην ιστορία, προσπαθώντας να καλύψουμε την περίοδο από το Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1944 στην ευρύτερη γειτονιά μας. Εκεί, μας περίμενε η κυρία Ειρήνη Ρηνιώτη που μέσα από μια συγκλονιστική αφήγηση, μας πήγε πίσω, σε μια όχι και τόσο μακρινή εποχή, που όπως η ίδια τόνισε, ο καθένας έπρεπε να επιλέξει για να φτάσει είτε στα υπόγεια του εαυτού του είτε σε μια ανώτερη κορφή της ύπαρξής του. «Είμαστε τελικά οι πράξεις μας», εξήγησε η κυρία Ρηνιώτη. Και μέσα από αυτές, κάποιοι επέλεξαν την κουκούλα, την προδοσία και τη θηριωδία. Κάποιοι άλλοι, το δρόμο της τιμής, των ιδανικών, της αξιοπρέπειας και του Αγώνα. Όπως ο λοχαγός του ΕΛΑΣ Αποστόλης Χατζηβασιλείου, που όταν τον σέρνουν και του βγάζουν τα μάτια καλώντας τον να προδώσει, απαντά: «ψηλά τα κεφάλια αφέρφια, δεν προδίδω κανέναν».

            Κάτω από τον καυτό αυγουστιάτικο ήλιο η δίψα είναι αφόρητη. Οι γυναίκες και τα παιδιά μάταια προσπαθούν να δώσουν λίγο νερό στους άντρες. Γερμανοί και ταγματασφαλίτες δεν το επιτρέπουν. Ένα κοριτσάκι έξι ετών δεν το δέχεται. Γλιστρά πολλές φορές ανάμεσά τους και προσπαθεί να φτάσει τα αγαπημένα του πρόσωπα. Το σταματούν, μα εκείνο πεισματικά αντιστέκεται. Του σμπαραλιάζουν τα πόδια για να μην επιμένει να εξευτελίζει τις σιδερόφρακτες ορδές.

            Γύρω μας ένα δάσος από φωτογραφίες αγωνιστών συντροφεύει τις μνήμες? Ο προδότης περνά ανάμεσα στις πεντάδες των γονατισμένων πατριωτών, τους δείχνει με το δάχτυλο. Λίγο αργότερα θα σκυλέψει τα κορμιά τους. Θα πάρει τη βέρα τους και το σταυρό τους. Ένας ένας οι αγωνιστές περνούν την Πορτάρα και εκτελούνται από το Γερμανό δήμιο. Εκείνος πίνει ούζο την ώρα του μακελειού και παραληρεί: «άλλες κόμουνιστ καπούτ».

            Πίσω μας ένα ραδιόφωνο εκείνου του καιρού. Ένα τυχερό ραδιόφωνο, που επέζησε από τους Γερμανούς και δε σώπασε, για  να μεταδώσει την είδηση της Απελευθέρωσης που θα ερχόταν λίγους μήνες μετά.

            Βγαίνουμε έξω, στο παλιό ταπητουργείο. Διακρίνουμε τα ίχνη από τις σφαίρες στους τοίχους και κάποια λουλούδια που αφήνουν εκείνοι που θυμούνται. Σκεφτόμαστε τους 8.000 που μεταφέρονται στο Χαϊδάρι κι εκείνους που διασκορπίζονται στα  στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Καθώς ανεβαίνουν στο τρένο, προσπαθούν ν? αφήσουν έστω ένα σημείωμα στις γυναίκες τους που ελάχιστοι θα ξαναδούν.          

            Σήμερα, μια κυρία 76 ετών επισκέπτεται το μνημείο. Στέκεται ταπεινά μπροστά από τις φωτογραφίες των εκτελεσθέντων. Αφήνει κάπου ένα λουλούδι. Ανασηκώνει ελαφρά τη φούστα της και κοιτάζει τα σημάδια στα πόδια της. Είναι εκεί για να της θυμίζουν ότι εκείνη τη μέρα δεν έφτασε με το κανατάκι της στους δικούς της. Είχε προλάβει όμως να ξεδιψάσει κάποιους άλλους. Κι ήταν για κείνη το ίδιο.