Η εκδρομή μας στα Καλάβρυτα

 

 «Είχα τέσσερα αδέρφια... Πάω πάνω και βρίσκω τον αδερφό μου τον έναν, τον Νίκο. Το μισό κεφάλι μπροστά, το μισό πίσω να καίγεται... Κάνω παραπέρα και βρίσκω τον Χρήστο. Πεθαμένο κι εκείνον, μ? όλη την κοιλιά του απέξω. Βρίσκω τον Αλέξη? ήταν χτυπημένος στην καρδιά κι έβγαζε αίμα. Βρίσκω τον Δημήτρη? τα χέρια του κομμένα βόγγαγε. Κάνω παραπέρα και βρίσκω τον πατέρα μου. Ήταν όλο το πρόσωπό του φευγάτο? Φρίκη? θρήνος? δάκρυα?»

Τρισεύγενη Φερλελή-Ρεκούτη

 

            Στο πλαίσιο του ιστορικού - πολιτιστικού προγράμματος «Η Μάχη της Ηλεκτρικής ? Η σημασία της στο τότε και στο σήμερα», στις 13 Μάρτη 2015 βρεθήκαμε στην πόλη των Καλαβρύτων. Ξεκινάμε πολύ πρωί από το σχολείο μας. Ταξιδεύουμε με αρκετή βροχή και αρχίζουμε την ανάβαση μέσα σε πυκνή ομίχλη, έχοντας δύο πολύ συγκεκριμένους προορισμούς, οι οποίοι θα συμπλήρωναν την εμπειρία μιας χρονιάς.

            Πρώτος μας σταθμός, το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος. Προσπαθούμε να φανταστούμε γυναίκες και μικρά παιδιά να εγκλωβίζονται στις αίθουσες διδασκαλίας, να αγωνιούν για τα αγαπημένα τους πρόσωπα, να προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φωτιά που πλησιάζει, να ανεβαίνουν το μακάβριο Γολγοθά της αναζήτησης των αντρών και να αντικρίζουν την απόλυτη φρίκη. Κανείς μας δεν μπορεί να προσεγγίσει τέτοια συναισθήματα ούτε και να συλλάβει τον ηρωισμό της Καλαβρυτινής Γυναίκας που αποθέτει το νεκρό σώμα στην κουβέρτα και το σέρνει στο κακοτράχαλο έδαφος για να του προσφέρει την τελευταία φροντίδα. Στην ανατολική πλευρά του Μουσείου το γλυπτό «ΟΧΙ ΑΛΛΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ» του Νίκου Δημόπουλου μοιάζει να παγώνει τη στιγμή μέσα στο χρόνο. Περνάμε στις αίθουσες. Βλέπουμε πρώτα τα προπολεμικά Καλάβρυτα και τη ζωή πριν τους ναζί. Μια μικρή πολιτεία με την πλατεία της που «είχε κόσμο ένα σωρό. Υπαλλήλους και εμπόρους, δικηγόρους και ντοτόρους, παπουτσήδες και μαστόρους». Ένα παλιό θρανίο μάς θυμίζει τις τελευταίες συνεδριάσεις των εκπαιδευτικών που αποφασίζουν να κλείσουν το σχολείο για να προστατέψουν τα παιδιά. Οκτώ από αυτούς θα συναντήσουν το χιτλερικό βόλι στη ράχη του Καππή. Περνάμε στις υπόλοιπες αίθουσες και στις θεματικές τους ενότητες. Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα», η καταστροφή στην ευρύτερη περιοχή, το ολοκαύτωμα, ο χώρος της ιστορικής μνήμης. Στεκόμαστε μπροστά στο Πάνθεον των Καλαβρυτινών ηρώων και διαβάζουμε τα ονόματα. Για κάποιους δεν υπάρχουν φωτογραφίες και η μορφή τους συμβολίζεται με μια αντρική φιγούρα. Στο πάτωμα, η ενταφιασμένη σημαία των ναζί είναι μια διαχρονική προτροπή στους ανθρώπους για οριστικό τέλος του φασισμού. Γράφουμε δυο λόγια στο βιβλίο επισκεπτών, με την ελπίδα η ιστορική μνήμη που διαφυλάσσει το μουσείο να γίνει κτήμα όλων των ανθρώπων.

            Ο πρώτος Γερμανός που με έσυρε, πράγματι ξεγελάστηκε. Νόμισε πως ήμουν σκοτωμένος και με φιλοδώρησε με μια κλοτσιά φεύγοντας. Μετά ήλθε και δεύτερος στρατιώτης. Πίστευα πως θα γινόταν το ίδιο και μ' αυτόν. Με το πρώτο τίναγμα του πρώτου βγήκε από την τσέπη μου το χρυσό μου ρολόι, που του γυάλισε στα μάτια. Το έπιασε δυο τρεις φορές στα χέρια και συγχρόνως κοίταζε γύρω του και τους άλλους. Φαίνεται πως τους απαγόρευαν να ληστεύουν τους νεκρούς και φοβόταν μήπως τον ιδεί κανένας αξιωματικός. Το ρολόι τον θάμπωνε στα μάτια και ερωτοτροπούσε μαζί του. Μια το έπαιρνε και μια το άφηνε. Τελικά δεν μπόρεσα να κρατήσω άλλο την αναπνοή μου και ανάσανα. Τότε με πυροβόλησε με το πιστόλι του στο λαιμό και έφυγε αμέσως».

 Γεώργιος Γεωργαντάς, διασωθείς

 

            Δεύτερος σταθμός μας η Ράχη του Καππή, ο τόπος της Θυσίας. Καθώς ανηφορίζουμε, βλέπουμε το μεγάλο σταυρό που υπενθυμίζει το αποτρόπαιο έγκλημα. Στις στήλες που περιβάλλουν τον κεντρικό χώρο διαβάζουμε τα ονόματα των οικογενειών των Εκτελεσθέντων και προχωρώντας στην κατακόμβη βρισκόμαστε μπροστά στα ισάριθμα μικρά καντήλια. Η Πετρωμένη Μάνα, έργο της γλύπτριας Άννας Βαφιά, είναι εκεί για να θυμίζει τις γυναίκες ηρωίδες των Καλαβρύτων, τη Μάνα, την αδελφή, τη γιαγιά, την κόρη. Αναρωτιόμαστε πώς κατάφεραν με ένα μυαλό σαλεμένο από το μακελλειό να θάψουν τους νεκρούς τους που κινδύνευαν να γίνουν βορά στα σκυλιά. Πώς έγιναν ξαφνικά άντρες και γυναίκες μαζί; Πώς μάζεψαν τα παιδιά τους και ποια παρηγοριά τούς έδωσαν; Πώς έστησαν ξανά το καμένο σπιτικό τους και όρθια την πόλη; Αναλογιζόμαστε τις τρυφερές ψυχές που αντίκρισαν το αίμα, το θρήνο, τις κραυγές, το θάνατο, τα ερείπια, τη φωτιά, το χαλασμό, το ίδιο το πρόσωπο του φασισμού. Κατηφορίζουμε προς την πόλη και φτάνουμε στο ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ψηλά στο καμπαναριό, το ρολόι είναι σταματημένο στις 14.34 επιμένοντας να παγώνει τη στιγμή στην αιωνιότητα. Γνωρίζουμε πια ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έρθουν στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο και σε πολλές άλλες γωνιές στην Ελλάδα που έζησαν την κτηνωδία.